- φιλασκητής
- ὁ, Α1. αυτός που τού αρέσουν οι ασκήσεις2. αυτός που τού αρέσει να είναι ασκητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀσκητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλασκηταί — φιλασκητής lover of training masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)